έτεκον
Смотреть что такое "έτεκον" в других словарях:
ἔτεκον — τίκτω bring into the world aor ind act 3rd pl τίκτω bring into the world aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
'τεκον — ἔτεκον , τίκτω bring into the world aor ind act 3rd pl ἔτεκον , τίκτω bring into the world aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἄτεκον — ἔτεκον , τίκτω bring into the world aor ind act 3rd pl ἔτεκον , τίκτω bring into the world aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… … Dictionary of Greek
υποκύω — Α (επικ. τ.) (συν. το παθ.) ὑποκύομαι (συν. για γυναίκα αλλά και για θηλυκό ζώο) μένω έγκυος, συλλαμβάνω (α. «ἡ δ ὑποκυσαμένη διδυμάονε γείνατο παῑδε», Ομ. Ιλ. β. «αἱ δ ὑποκυσάμεναι ἔτεκον δυοκαίδεκα πώλους», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κύω … Dictionary of Greek
tek-1 — tek 1 English meaning: to produce; to bear Deutsche Übersetzung: “zeugen, gebären” Material: O.Ind. tákman n. (Gramm.) “ offspring, descendant, kid, child”; takarī f. “ein Teil the weibl. Genitalien”; Gk. τίκτω (*τι τκ ω), ἔτεκον … Proto-Indo-European etymological dictionary